Λιβονία

Λιβονία
(Livonia). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο, τα εδάφη της οποίας είναι σήμερα διαμοιρασμένα ανάμεσα στην Εσθονία και στη Λετονία. Οι κάτοικοι της ήταν γνωστοί ως Λιβονοί και αναφέρονται κυρίως σε ιστορικά γεγονότα του 12ου και των αρχών του 13ου αι. Η περιοχή εκτεινόταν κατά μήκος των χαμηλότερων προσβάσεων των ποταμών Νταουγκάβα και Γκαούγια. Από τα μέσα του 13ου αι. έως το 1561, Λ. ονομαζόταν ολόκληρη η περιοχή των σημερινών εδαφών της Λετονίας και της Εσθονίας, που την περίοδο εκείνη αποτελούσαν φέουδα των Γερμανών Τευτόνων Ιπποτών. Τα φέουδα αυτά ήταν πέντε και ελέγχονταν από το λεγόμενο Τάγμα των Λιβονών, την αρχιεπισκοπή της Ρίγα και τις επισκοπές της Κουρλάνδης, του Ντόρπατ και του Όζελ. Τυπικά, όλα τα φέουδα αναγνώριζαν την επικυριαρχία του πάπα της Ρώμης και του αυτοκράτορα της Γερμανίας. Μετά τη δημιουργία του δουκάτου της Κουρλάνδης (1561), Λ. ονομαζόταν μόνο η περιοχή της σημερινής βόρειας Λετονίας και της νότιας Εσθονίας, οι οποίες είχαν περάσει στην κατοχή του τότε πολωνολιθουανικού κράτους κατά τη διάρκεια του Λιβονικού πόλεμου. Με τη συνθήκη του Άλτμαρκ (1629), οι περιοχές αυτές παραχωρήθηκαν στη Σουηδία. Η ονομασία Λ. αντικαταστάθηκε τον 17o αι. με την αντίστοιχη Λίβλαντ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Λιβονός — ο, θηλ. ή, και Λιβός, θηλ. ή ο κάτοικος τής Λιβονίας ή αυτός που κατάγεται από τη Λιβονία …   Dictionary of Greek

  • λιβονικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λιβονία, ονομασία χωρών τής ανατολικής ακτής τής Βαλτικής, στα βόρεια τής σημερινής Λιθουανίας («λιβονικό τάγμα») …   Dictionary of Greek

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… …   Dictionary of Greek

  • Άλτμαρκ — Ιστορικό χωριό της Πολωνίας, που σήμερα ονομάζεται Σταρν Ταργκ και βρίσκεται στην επαρχία του Νταντσκ, 15 χλμ. από το Μάλμποργκ. Σύμφωνα με τη συνθήκη του Ά (26 Σεπτεμβρίου 1629), η ητημένη μετά από οκταετή πόλεμο Πολωνία υποχρεώθηκε να… …   Dictionary of Greek

  • Γουσταύος — (Gustaf).Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος των βασιλιάδων της Σουηδίας Γκούσταφ. 1. Γ. A’ Έριξον Βάζα (Λίντχολμ 1495 – Στοκχόλμη 1560). Παραδόθηκε ως όμηρος στον Χριστιανό B’ της Δανίας κατά τη διάρκεια των αγώνων της χώρας του εναντίον του… …   Dictionary of Greek

  • Ιβάν — Όνομα έξι Ρώσων ηγεμόνων. 1. Ι. Α’ (περ. 1304 – 1341). Μέγας ηγεμόνας της Μόσχας (1328 40) και δούκας του Βλαδιμίρ (1331 40). Ήταν γνωστός επίσης και ως Καλιτά (σακούλι με λεφτά). Γιος του δούκα Δανίλου, διαδέχθηκε τον αδελφό του Γεώργιο. Με την… …   Dictionary of Greek

  • Κούρμπσκι, Αντρέι Μιχαήλοβιτς — (Andrey Mikhaylovich Kurbski, Ρωσία 1528 – Λιθουανία 1583). Ρώσος πολιτικός και συγγραφέας. Καταγόταν από την πριγκιπική οικογένεια των Γιαροσλάβ και σπούδασε φιλοσοφία, ρητορική και αστρονομία. Κατέλαβε ανώτατα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα… …   Dictionary of Greek

  • Μίντεντορφ, Αλεξάντρ Φιοντόροβιτς — (Aleksandr Fedorovitch Middendorf, Αγία Πετρούπολη 1815 – Χέλενορμ Λιβονία 1894). Ρώσος φυσιοδίφης και περιηγητής. Το 1837 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Ντορπάτ και στο διάστημα 1842 45 ταξίδεψε στη βόρεια και στην ανατολική… …   Dictionary of Greek

  • Μίσιγκαν — I (Michigan). Λιμναία λεκάνη (58.016 τ. χλμ., υψόμ. 176 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, μέγιστο βάθος 281 μ.) της Βόρειας Αμερικής, η μοναδική των Μεγάλων Λιμνών που ανήκει ολόκληρη στις ΗΠΑ. Εκτείνεται ανάμεσα στις ομόσπονδες πολιτείες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”